στρεψόδικος

στρεψόδικος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που συστηματικά χρησιμοποιεί στρεψοδικίες
2. (γενικά) αυτός που σκόπιμα διαστρέφει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- τού αόρ. έστρεψα τού στρέφω + -δικός (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στρεψόδικος — η, ο αυτός που χρησιμοποιεί στρεψοδικίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαχοδικηγόρος — ο κουτοπόνηρος, στρεψόδικος χωριάτης …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δικολάβος — Πρόσωπο που ασκεί δικηγορικά καθήκοντα χωρίς να έχει τα νόμιμα προσόντα δικηγόρου. Βλ. λ. δικηγόρος· δίκη. * * * ο (Μ δικολάβος) αυτός που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τής δίκης νεοελλ. 1. πρακτικός δικηγόρος (χωρίς δίπλωμα) που έχει δικαίωμα… …   Dictionary of Greek

  • δυσκολαίνω — (AM δυσκολαίνω) νεοελλ. 1. (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) δυσκολεύω, δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη μελέτη μου», «όσο πάει και δυσκολαίνεται») 2. δυσκολεύω αρχ. 1. είμαι δύστροπος, δείχνω δυσαρέσκεια 2. προκαλώ δυσκολίες 3. (για επιχειρήματα) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • μουζεβίρης — ο, θηλ. ισσα και ίρα, ουδ. ικο και ίρικο 1. στρεψόδικος 2. (κατ επέκτ.) συκοφάντης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muzewir] …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • στρεψοδικία — η, Ν 1. η χρησιμοποίηση κακόπιστων ή σοφιστικών επιχειρημάτων σε μια δίκη 2. (γενικά) σκόπιμη διαστροφή τής αλήθειας 3. (κατ επέκτ.) σοφιστικό επιχείρημα, σόφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεψόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν …   Dictionary of Greek

  • στρεψόδικης — ο, Ν ο στρεψόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. έστρεψα τού στρέφω + δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυ ρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”