στρεψόδικος — η, ο αυτός που χρησιμοποιεί στρεψοδικίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλαχοδικηγόρος — ο κουτοπόνηρος, στρεψόδικος χωριάτης … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δικολάβος — Πρόσωπο που ασκεί δικηγορικά καθήκοντα χωρίς να έχει τα νόμιμα προσόντα δικηγόρου. Βλ. λ. δικηγόρος· δίκη. * * * ο (Μ δικολάβος) αυτός που αναλαμβάνει τη διεξαγωγή τής δίκης νεοελλ. 1. πρακτικός δικηγόρος (χωρίς δίπλωμα) που έχει δικαίωμα… … Dictionary of Greek
δυσκολαίνω — (AM δυσκολαίνω) νεοελλ. 1. (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) δυσκολεύω, δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη μελέτη μου», «όσο πάει και δυσκολαίνεται») 2. δυσκολεύω αρχ. 1. είμαι δύστροπος, δείχνω δυσαρέσκεια 2. προκαλώ δυσκολίες 3. (για επιχειρήματα) είμαι… … Dictionary of Greek
μουζεβίρης — ο, θηλ. ισσα και ίρα, ουδ. ικο και ίρικο 1. στρεψόδικος 2. (κατ επέκτ.) συκοφάντης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muzewir] … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
στρεψοδικία — η, Ν 1. η χρησιμοποίηση κακόπιστων ή σοφιστικών επιχειρημάτων σε μια δίκη 2. (γενικά) σκόπιμη διαστροφή τής αλήθειας 3. (κατ επέκτ.) σοφιστικό επιχείρημα, σόφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεψόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν … Dictionary of Greek
στρεψόδικης — ο, Ν ο στρεψόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. έστρεψα τού στρέφω + δίκης (< δίκη). Η λ. μαρτυ ρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek